atonÍa - ορισμός. Τι είναι το atonÍa
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι atonÍa - ορισμός


Atonía         
falta de fuerza o de tono normal, especialmente de un músculo u órgano contráctil.
CIE-10
atonía         
atonía (del lat. "atonia", del gr. "atonía")
1 f. Med. Falta de tono muscular.
2 Falta de voluntad o incapacidad para reaccionar física o moralmente, entusiasmarse, etc. Apagamiento. *Apatía, *pereza.
3 Falta de actividad: "Atonía política [o cultural]".
atonía         

Βικιπαίδεια

Atonía
En medicina, atonía se refiere a un músculo que ha perdido su fuerza en forma completa, quedando sin movimiento o de forma inactiva.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για atonÍa
1. Los precios comienzan a hacerse eco de la atonía económica.
2. La atonía que vive el mercado laboral se va a prolongar en los próximos meses.
3. El Levante, con su atonía y falta de vigor, seguía empeñado en desnudar la impericia del Valladolid.
4. Por el contrario, la alimentación aún crece un 1,2%. La atonía del consumo alcanza a casi todos los negocios.
5. El mercado de trabajo corre el riesgo de deteriorarse con una rapidez desconocida en otras épocas de atonía económica, pero también resulta más probable que se recupere pronto.
Τι είναι Atonía - ορισμός